justify - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

justify - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unjustified; Justify (disambiguation)

justify         
оправдывать
justify         

['dʒʌstifai]

общая лексика

выровнять, выравнивать

обосновать

объяснять

оправдывать

подтверждать

Смотрите также

align; justification

глагол

общая лексика

оправдывать

находить оправдание

подтверждать

извинять

объяснять

полиграфия

выключать (строку)

выключить строку

устаревшее выражение

отпускать грехи

justify         
justify v. 1) оправдывать; находить оправдание; извинять; объяснять to justify one's action - объяснить свой поступок she was justified in acting that way - у нее были все основания действовать подобным образом 2) подтверждать to justify (as) bail leg. - под присягой подтвердить кредитоспособность поручителя 3) typ. выключить строку

Ορισμός

justify
v. a.
1.
Vindicate, warrant, defend, maintain, exculpate, excuse, exonerate, set right.
2.
(Theol.) Absolve, acquit, free from sin, clear from guilt.
3.
(Printing.) Adjust.

Βικιπαίδεια

Justify

Justify may refer to:

  • Justify (horse), winner of the 2018 U.S. Thoroughbred Triple Crown (Kentucky Derby, Preakness Stakes, and Belmont Stakes)
  • Justify (ANSI), an ANSI escape sequence
  • "Justify" (ATB song)
  • "Justify" (The Rasmus song)
  • "Justify", a song by The Red Jumpsuit Apparatus
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για justify
1. Government departments will not only have to justify their increases, they will have to justify all their spending.
2. Or, as and when you get fed up – and I‘m not trying to justify myself, couldn‘t justify myself – but...
3. Bush’s administration used to justify invading Iraq.
4. The following points justify these assertions. 1.1.
5. Employers ‘don‘t have to justify salary rates‘ The Luxembourg–based court said employers did not have to justify salary rates attached to length of service case–by–case.
Μετάφραση του &#39justify&#39 σε Ρωσικά